- μηλοθύτης
- μηλοθύτης, ὁ (Α)1. ιερέας που θυσίαζε πρόβατα2. φρ. «μηλοθύτης βωμός» — βωμός πάνω στον οποίο γίνονταν θυσίες προβάτων.[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (ΙΙ) «πρόβατον» + -θύτης (< θύτης < θύω), πρβλ. ιερο-θύτης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μηλοθύταν — μηλοθύτᾱν , μηλοθύτης where sheep are sacrificed masc acc sg (epic doric aeolic) μηλοθύτης where sheep are sacrificed masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηλοθύτας — μηλοθύτᾱς , μηλοθύτης where sheep are sacrificed masc acc pl μηλοθύτᾱς , μηλοθύτης where sheep are sacrificed masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μήλον — (I) το (ΑΜ μῆλον, Α δωρ. και αιολ. τ. μᾱλον) βλ. μήλο. (II) μῆλον, βοιωτ. τ. μεῑλον, τὸ (Α) 1. πρόβατο ή αίγα («μὴ πού τις ἀτασθαλίῃσι κατιῇσιν ἢ βοῡν ἠέ τι μῆλον ἀποκτάνῃ», Ομ. Οδ.) 2. ταύρος 3. στον πληθ. α) αιγοπρόβατα β) ποίμνιο γ) αγέλη ζώων … Dictionary of Greek